Σκιαμαχία – Μαρία Κούβαρου

Σκιαμαχία
∗∗∗∗∗
Αυτός είναι ο υπέρτατος τζόγος. Ο τζόγος του εγωισμού που δεν σε αφήνει να βγεις από το παιχνίδι. Εκείνη στοιχημάτιζε λίγο ακόμα, περιμένοντας ότι το ζάρι θα γυρίσει. «Δεν μπορώ να μείνω με το τίποτα όσο εκείνος έχει πια αρκετά και για τους δύο» μου είπε ένα βράδυ. Και έτσι πόνταρε σε Εκείνον λίγο ακόμα –και αυτό και μετά φεύγω–και μετά λίγο παραπάνω–αυτό είναι το τελευταίο στα σίγουρα– και λίγο ακόμα. Έπαιξε όσα είχε, έπαιξε τα ρέστα, έπαιξε τα δανεικά που είχε κρατήσει από το παρελθόν της και μετά, όταν έμεινε με το τίποτα, όταν έμεινε γυμνή και χρεοκοπημένη στο σταυροδρόμι, έκανε το πρώτο της βήμα προς μια καινούργια αρχή. Ναι. Σήμερα Εκείνη έφυγε. Δεν ήταν έκπληξη για μένα. Ίσα ίσα που το περίμενα.

Συγγραφέας: Μαρία Κούβαρου
Εκδότης: Συμπαντικές Διαδρομές
Επιμελητής: Φιλολογική ομάδα Σ.Δ.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Bblood
Μακέτα εξωφύλλου – γραφικά: Ευδοξία Γραμμένου, Γιώργος Σωτήρχος
ISBN: 978-960-607-183-6
Μέγεθος: 14 Χ 21 cm
Σελίδες: 110
Έτος έκδοσης: 2019
Είδος εξωφύλλου: Μαλακό
Κατηγορία/είδος: Νουβέλα, ψυχολογικό δράμα
ΕΠΟΚ, 10ος Παγκόσμιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός 2019, Βραβείο Βίβλου Της Χρονιάς Για Τη Νουβέλα Σχιαμαχία
Κέφαλος, Βραβεία Βιβλίου 2000-2020, 2ο Βραβείο Για Τη Νουβέλα Σκιαμαχία
Το βιβλίο της Μαρίας Κούβαρου «Σκιαμαχία» κυκλοφορεί από τις Συμπαντικές Διαδρομές.
Για ηλεκτρονικές παραγγελίες:
Η Μαρία Κούβαρου είναι Διδάκτωρ Μουσικολογίας. Έχει κυκλοφορήσει τις ποιητικές συλλογές Η Γέννηση της Σκύλας (2017) και Ταξίδια Στασιμότητας (2018), και τη νουβέλα Σκιαμαχία (2019).
Κείμενά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά, και έχει λάβει διακρίσεις και βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Έχει δημοσιεύσει ακαδημαϊκά άρθρα στα Popular Music and Society, Historia Critica, Popular Music, κ.α. και αυτή την περίοδο συμμετέχει στο ερευνητικό έργο Music, dialect and the re-inventions of folk traditions in Cypriot modernity (Πανεπιστήμιο Κύπρου).
Είναι ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Collectiva Inanna, μέλος της ομάδας επιμέλειας για το Larnaka: The Anthology (2021) και ερμηνεύτρια σε spoken word, πιάνο και τραγούδι.
Περισσότερα για τη συγγραφέα:
Παρουσιάσεις του βιβλίου
Σκιαμαχία: η ερωτική ιστορία Εκείνης και Εκείνου της Μαρίας Κούβαρου (Ανδρέας Καπανδρέου)
Στο βιβλίο της με τίτλο «Σκιαμαχία» η Μαρία Κούβαρου καταθέτει σε ένα ερωτικό ψυχογράφημα, την ιστορία Εκείνης και Εκείνου οι οποίοι έζησαν ένα «σχεδόν» έρωτα, μια «σχεδόν» αγάπη που όμως κατέληξε σε έναν πραγματικό και οδυνηρό χωρισμό.
Διαπραγματεύεται την αιώνια μάχη μεταξύ του ζευγαριού, τη μάχη μεταξύ δύο σκιών (Σκιαμαχία), αφού για πολλούς η ερωτική σχέση (και ο γάμος) δεν είναι τίποτε άλλο από έναν πόλεμο για το ποιος θα επιβληθεί και ποιος θα επιβιώσει. Η συγγραφέας μας θυμίζει ότι στην ερωτική σχέση δεν υπάρχει ισοτιμία. Η σχέση μεταξύ δύο εραστών μοιάζει με την τραμπάλα. Πότε ό ένας είναι πάνω και πότε ο άλλος. Πολύ σπάνια μπορούν και οι δύο να είναι στο ίδιο ακριβώς ύψος και αν ακόμα και αυτό συμβεί θα είναι μόνο για κάποια δευτερόλεπτα. Για μια στιγμή μέχρι ο ένας να ανέβει ξανά πιο ψηλά επειδή ο άλλος έδωσε περισσότερα στη σχέση προκειμένου να τον ανεβάσει.
Δοσμένες με φιλοσοφική διάθεση οι παράμετροι της ιστορίας (η μοναξιά, η αυτονομία, οι ανθρώπινες αδυναμίες, η δυσκολία του να βρεις τις ισορροπίες μιας σχέσης, η ιδιοτελής αγάπη, το δικαίωμα της επιλογής, η προδοσία, ο χωρισμός) έχουν τελικά μεγαλύτερη βαρύτητα από την ίδια την πλοκή αυτής καθαυτής της ερωτικής ιστορίας. Οι απόψεις της αφηγήτριας μπερδεύονται με αυτές της πρωταγωνίστριας (Εκείνης) αφήνοντας συχνά την υπόνοια ότι και η ίδια η Συγγραφέας ταυτίζεται με τις άλλες δύο.
Με κάποιες από τις καταστάσεις που περιγράφει η Κούβαρου στο βιβλίο της, σίγουρα θα ταυτιστεί και ο αναγνώστης. Κάποιες από αυτές θα του θυμίσουν δικές του εμπειρίες ενώ για κάποιες άλλες θα αναρωτηθεί, τι θα γινόταν αν ο ίδιος ο δικός του σύντροφος αντιδρούσε/συμπεριφερόταν διαφορετικά.
Σε μερικά σημεία η συγγραφέας είναι «εκνευριστικά» αποκαλυπτική και εύστοχη:
«Μέσα τους ξέρανε και οι δύο ότι κανείς δεν ήταν για τον άλλον αυτό που θέλανε να είναι. Το ήξεραν αλλά συνέχισαν να βρίσκουν ο ένας στον άλλον ένα υποκατάστατο. Και οι δύο φθάρηκαν στην πορεία, ταλαντευμένοι ανάμεσα στην καταστροφικότατα και την αυτοκαταστροφή, τη δύναμη και την αδυναμία, τον εθισμό στο μη αρκετό και στην απώθηση από το «σχεδόν»».
Γράφει για την αμφιβολία και την αναποφασιστικότητα να τερματίσεις μια σχέση:
«…δεν μπορείς στα αλήθεια να αφήσεις κάποιον αν δεν ξέρεις αν τον αγαπάς. Γιατί αν αγαπάς κάποιον μένεις για να του προσφέρεις την αγάπη σου. Αν αυτό δεν δουλεύει, όμως η αγάπη παραμένει, τότε απλώς φεύγεις γιατί τον αγαπάς αρκετά ώστε να μην θέλεις να τον πληγώνεις με την παρουσία σου. Αν δεν ξέρεις, όμως, αν τον αγαπάς τι γίνεται; Αν τον αγαπάς σχεδόν; Αν τον αγαπάς κατά προσέγγιση; Αν αγαπάς μονάχα τον τρόπο που σε κάνει να αισθάνεσαι; Αν αγαπάς την ιδέα της πιθανότητας να αγαπούσες; Αν αγαπάς την πιθανότητα να σε αγαπούσε εκείνος;»
Η συγγραφέας περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο την κοινή πορεία ενός ζευγαριού αλλά και την αυτονομία που χρειάζεται κάθε άτομο ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά δίπλα σε ένα άλλο…:
«Λένε ότι ένας άνθρωπος πρέπει να είναι ολοκληρωμένος για να μπορεί να προχωρήσει σε μια υγιή επαφή με έναν άλλον άνθρωπο. Κανένας δεν μας προειδοποιεί όμως για τις περιπτώσεις όπου η ανεπάρκεια του ενός εμπλεκομένου μπορεί να ταράξει συθέμελα την πληρότητα του άλλου. Δεν μας λένε ότι από τις δύο περιπτώσεις είναι η ημιτελής που αποτελεί την κραταιή, και ότι στην προσπάθεια να βοηθήσουμε κάποιον να βρει την ολοκλήρωσή δίνουμε όλο και περισσότερο από τον εαυτό μας, χάνοντας μέρη από την ολοκλήρωσή μας, διαλύοντας αγώνες ετών, πολέμους με φαντάσματα και πάλες με δαίμονες»
«Δεν μπορείς να ταξιδέψεις στα κύματα με κάποιον άλλον άνθρωπο έχοντας την ίδια ορμή. Απλούστατα γιατί και οι δύο βλέπετε με διαφορετικό βλέμμα την ακτή. Έτσι, πρέπει το ταξίδι να γίνεται με αυτονομία. Ακόμα και αν γίνεται με παρέα, το κάθε μέλος πρέπει να μπορεί να ταξιδέψει και μοναχό. Αλλιώς ο ένας κουβαλάει τον άλλον και το ταξίδι γίνεται βασανιστήριο. Και τι σημαίνει αυτονομία; Το να είσαι άνετος με τον εαυτό σου, να έχεις αυτοπεποίθηση παρά την επίγνωση των αδυναμιών σου, να είσαι ο εαυτός σου ακόμα και αν δίπλα σου έχεις κάποιον άλλον άνθρωπο, να μην ανατοποθετείσαι για να χωρέσεις στο καλούπι που σου έχει φτιάξει ανάλογα με τα δικά του μάτια»
Στις σχέσεις αλλά και στον χωρισμό δεν είναι όλα μαύρα αφού η Κούβαρου, με λυρική διάθεση δίνει και ένα τόνο αισιοδοξίας:
«Η ομορφιά μπορεί να βρεθεί στα μέρη εκείνα όπου η κάθε απόχρωση της σκιάς μιλάει δυνατότερα από κάθε αντίο»
Παρόλο που η αφηγήτρια δηλώνει αναρμόδια να δώσει συμβουλές «αφού και η ίδια απέτυχε με τον δικό της «σχεδόν Εκείνο»», η ιστορία εξελίσσεται σε ένα δοκιμιακό οδηγό επιβίωσης σε μια σχέση (και ειδικά σε ένα χωρισμό) παρέχοντας τελικά κάποιες κατευθυντήριες γραμμές:
«Έχουμε δικαίωμα επιλογής. Επιλέγουμε να μείνουμε ή να φύγουμε. Και, ναι, ίσως να μην έχουμε τη δύναμη να επιλέξουμε ποιον θα ερωτευτούμε, αλλά σίγουρα μπορούμε να επιλέξουμε να τον εγκαταλείψουμε αν αποδειχθεί ότι αυτός ό έρωτας δεν μας ταιριάζει…
…Αλήθεια, πότε πρέπει να αποχωρήσεις; Μέσα στην τωρινή ασφάλεια, μπορώ μονάχα να πω ότι είναι καλύτερα να αποχωρήσεις μόλις η πρόθεση για αποχώρηση πρωτοεμφανιστεί. Αν έρπεται η σκέψη στο μυαλό σου, τότε η σωστή γραμμή είναι σήμερα, απλούστατα γιατί η ζωή συμβαίνει τώρα και το αργότερα δεν είναι παρά μια παγίδα»
Η λύτρωσή και η πραγματική απελευθέρωση μετά από έναν χωρισμό, έρχεται σύμφωνα με τη συγγραφέα με το κάψιμο της γέφυρας που σε ενώνει με τον άλλο. Την φωτιά όμως την ανάβεις όταν είσαι πλέον σίγουρος, όταν είσαι καλά και όταν ξέρεις ότι δεν έχεις πλέον ανάγκη τον άλλο…
(Αν και καμιά φορά, σύμφωνα με τη δική μου φιλοσοφία, πρέπει να ανατινάξεις τη γέφυρα όχι όταν είσαι καλά, αλλά προκειμένου να γίνεις καλά)!
Κάποιοι θα συγκλονιστούν από τις αλήθειες της Κούβαρού, κάποιοι ίσως θυμώσουν ή αγχωθούν. Όλοι όμως θα παραδεχτούν ότι η συγγραφέας μας δίνει ένα πολύ καλογραμμένο βιωματικό* κείμενο που θα προβληματίσει στα θέματα των ερωτικών σχέσεων.
*Βιωματικό – αυτό το διευκρίνισα συζητώντας με την ίδια τη συγγραφέα – όχι από την άποψη του ότι βίωσε κατ’ ανάγκη ή ίδια όλες τις εμπειρίες και τα συναισθήματα που καταγράφει. Κάποιές από αυτές τις είναι βγαλμένες μέσω της παρατήρησής της για την εξέλιξη των ερωτικών σχέσεων στο κοντινό της περιβάλλον.
Ανδρέας Καπανδρέου
Συγγραφέας – Βιβλιοθηκονόμος
Ανδρέας Κούνιος – Παρουσίαση Σκιαμαχίας στην εφημερίδα Αλήθεια, 28 Δεκεμβρίου 2019
Ώριμο και πρωτοποριακό ταυτόχρονα. Ρεαλιστικό και ονειροπόλο την ίδια στιγμή. Σίγουρα, πάντως, ένα αλλιώτικο μυθιστόρημα που, χάρη στην ελκυστική γραφή και τον μεστό λόγο της Μαρίας Κούβαρου, επιχειρεί να διεισδύσει, ανάλαφρα ωστόσο, σαν θρόισμα, μέσα στον λαβύρινθο, ή μάλλον, μέσα στη Βαβυλωνία των σχέσεων. Η αφηγήτρια, δηλαδή η συγγραφέας, με εκφραστικότητα και με αμεσότητα χαράζει, σαν λεπίδα, το σώμα της αγάπης – συναισθηματικής και σαρκικής – κρίνει, καλοπροαίρετα, πότε Εκείνον και πότε Εκείνην και, παρότι το αρνείται, μεροληπτεί, έστω και σχετικώς, υπέρ Εκείνης, αλλά όχι στην επιφάνεια, βαθιά, στον πάτο, στον πυθμένα. Εκεί όπου συσσωρεύονται, τελικά, τα απομεινάρια του έρωτα. Το ‘χει αυτό ο άτιμος, από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας. Δημιουργός και καταστροφέας. Αύρα και θύελλα. Φως και σκοτάδι. Η Μαρία Κούβαρου δεν γράφει μια γλυκανάλατη ιστορία. Γράφει ένα φιλοσοφημένο έργο, ένα ανάγνωσμα ουσιαστικής ενατένισης του κόσμου, οι λέξεις της γίνονται κύματα που παφλάζουν, μας τυλίγουν, μας σφίγγουν, μας απειλούν και, εν τέλει, μας επιτρέπουν να πετάξουμε σαν πουλιά. Εκείνος, λοιπόν και Εκείνη. Εκείνη, λοιπόν, και Εκείνος. Είναι ερωτευμένοι στα αλήθεια ή παριστάνουν τους ερωτευμένους; Μπορεί η ερωτική χημεία, όσο κρατάει, να διατηρήσει άσβεστη και τη φλόγα της επικοινωνίας; Μήπως είναι δύο εγωπαθή άτομα που φροντίζουν, αποκλειστικά, για την προσωπική τους ευχαρίστηση; Μήπως ο ναρκισσισμός δεν τους επιτρέπει να αντικρίσουν, κατάματα, την αλήθεια; Θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την επέλαση της φθοράς, της συνήθειας, της μονοτονίας με αξιοπρέπεια, ή θα καταφύγουν στα καθιερωμένα κόλπα των δειλών; Δεν θα ήταν τίμιο να βάλουν τέλος στο «φωτορομάντζο» τους και να ακολουθήσουν άλλες διαδρομές; Ερωτήματα, απορίες, διλήμματα που η Μαρία Κούβαρου, με αφηγηματική δεξιοτεχνία και πεζογραφική οξυδέρκεια, πετάει, σαν χάρτινες σαΐτες, στον αέρα αραιώνοντας την «ομίχλη που μπαίνει από παντού στο σπίτι».
Η «Σκιαμαχία» είναι μια αναίμακτη πάλη μεταξύ των επιθυμιών Εκείνου και Εκείνης, μια ευπρόσδεκτη γροθιά στο σαγόνι των ψευδαισθήσεων, καθώς η συγγραφέας, με εξαιρετική διαύγεια, γράφει, και υπογράφει, ένα μυθιστόρημα των καιρών που, κάτω από τις γραμμές του, βρίσκουμε, με ιδιαίτερη ικανοποίηση, λεπτές αποχρώσεις κλασικών μυθιστορημάτων. Το «σ’αγαπώ», μας υποδεικνύει, με κομψότητα, η Μαρία Κούβαρου, δεν είναι ένα ρήμα κατανάλωσης, είναι ένα ρήμα κοσμοθεωριών, με θεμέλιο λίθο τον συμβιβασμό αν και, για να είμαστε ορθότεροι, το «σ’αγαπώ» είναι, στην προέκτασή του, συνώνυμο της κτητικότητας και, συνεπώς, της καταδυνάστευσης. Όσο για εμένα, γυρίζω την πλάτη σε Εκείνον και σε Εκείνη, και παραδίδομαι στην καλλιέπεια της αφηγήτριας – από τη ζώνη της ουδετερότητας, επιλέγει τη Σολομώντεια λύση, που θα πει πως επιλέγει τη λύση της σοφίας. Ή μήπως όχι;
**********
«Άλλωστε, δεν μπορείς στα αλήθεια να αφήσει κάποιον αν δεν ξέρεις αν τον αγαπάς. Γιατί αν αγαπάς κάποιον μένεις για να του προσφέρεις την αγάπη σου. Αν αυτό δεν δουλεύει, όμως η αγάπη παραμένει, τότε απλώς φεύγεις γιατί τον αγαπάς αρκετά ώστε να μην θέλεις να τον πληγώνεις με την παρουσία σου. Αν δεν ξέρεις, όμως, αν τον αγαπάς τι γίνεται; Αν τον αγαπάς σχεδόν; Αν τον αγαπάς κατά προσέγγιση; Αν αγαπάς μοναχά τον τρόπο που σε κάνει να αισθάνεσαι; Αν αγαπάς το γεγονός ότι καμουφλάρει τις ανάγκες σου; Αν αγαπάς την ιδέα της πιθανότητας να τον αγαπούσες; Αν αγαπάς την πιθανότητα να σε αγαπούσε εκείνος;
Είναι πολλά τα είδη της «αγάπης» που αποτελούν υποκατάστατα για μια σχεδόν αγάπη. Δεν σημαίνει ότι είναι πραγματικά αγάπη, αλλά μοιάζουν με αγάπη – αγάπη μεταλλαγμένη, ιδιοτελής, που παραλήπτη έχει τον ίδιο σου τον εαυτό. Είναι αγάπη για το πώς κάτι σε κάνει να αισθάνεσαι εσένα τον ίδιο, αγάπη για αυτό που σου προσφέρει, για αυτό που σου δίνει σε αντάλλαγμα. Αυτή η αγάπη έχει τόσα πολλά πρόσωπα που είναι αδύνατον να τα επονομάσεις. Προσαρμόζονται, γεννιούνται και πληθαίνουνε με βάση την κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Με βάση τους φόβους και τις ανασφάλειες, με βάση τις ανάγκες και τα υποκατάστατα, με βάση την αυτογνωσία και την απουσία αυτής, με βάση την αυτογνωσία, την παρουσία αυτής και την άρνηση για όσα αποκαλύπτει.
Η σχέση Εκείνου με Εκείνην εμπεριείχε πολλή τέτοια αγάπη, και από τις δύο πλευρές – αγάπη όμως που πήγαινε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Κάθε ένας ξεχωριστά αγαπούσε τον εθισμό στον οποίον είχε οδηγήσει η σύνδεσή τους. Και οι δύο μαζί αγαπούσαν την πρόσκαιρη κάλυψη της σαρκικής τους επιθυμίας, το λυσσαλέο πάθος που μοιραζόντουσαν, χωρίς να γνωρίζουν ότι κατά βάθος είχαν ανάγκη να αγγίξουν ο ένας τον άλλον σε σημεία βαθύτερα της επιφάνειας. Γι’ αυτό και παρέμεναν αχόρταγοι στη σωματική τους επαφή. Λες και αν καταβρόχθιζαν ο ένας τον άλλον θα έφταναν σε μεγαλύτερα βάθη. Λες και αν έπαιρναν μεγαλύτερη δόση θα έβλεπαν τα πραγματικά συστατικά της ουσίας που τους δημιουργούσε όλα τα ψυχοτρόπα ταξίδια που νόμιζαν ότι είχαν ανάγκη. Είχε αγάπη αυτή η σχέση, αλλά δεν ήταν αγάπη του ενός για τον άλλον, ήταν αγάπη για τα συναισθήματα που προκαλεί στον κάθε ένα η ύπαρξη του άλλου. Ήταν δήθεν αγάπη.
Έτσι παρέμεναν πάντα στο σχεδόν, στο μεταξύ. Στον εθισμό. Γιατί να αφήσεις κάποιον του οποίου η ύπαρξη σε βολεύει; Γιατί να σε απασχολεί η πιθανότητα να του κάνει η ύπαρξή σου κακό; Και αυτό ήταν το μόνο αμοιβαίο συναίσθημα που τους ένωνε.»
Στον Τύπο
