Πρόκειται για έκδοση η οποία «και στα δύο μέρη της […] διακρίνεται από εξονυχιστική και ανεπίληπτη ακρίβεια, και άριστη γνώση του θέματος και της σχετικής βιβλιογραφίας. Φανερώνει εξαιρετική ερευνητική εργατικότητα και κριτική διεισδυτικότητα, και, το κυριότερο, μεγάλη πρωτοτυπία. Προσκομίζει πληθώρα νέων (ή διαφορετικά και πειστικά ερμηνευμένων) στοιχείων, ενώ, παράλληλα, συζητά γονιμότατα και εξαντλητικά όλα σχεδόν τα “ιστορικά” και συγκαιρινά/επίκαιρα προβλήματα των έργων του Β. Μι-χαηλίδη (και ευρύτερα, των ιδιωματικών κειμένων της κυπριακής λογοτεχνίας): προβλήματα παράδοσης, γλωσσικής και μετρικής μορφής, πηγών κτλ., εκδοτικής εμφάνισης, αναγνωστικής και κριτικής πρόσληψης, εκδοτικής πολιτικής κτλ. Παράλληλα, δεν διστάζει να τοποθετηθεί κριτικά και τολμηρά απέναντι στην παλιότερη αλλά και τη σύγχρονη και σημερινή φιλολογική και κριτική δραστηριότητα, κοντολογίς στη “σπασμωδική επιστήμη” της κυπριακής και, ευρύτερα, της νεοελληνικής φιλολογίας, πλουτίζοντας τη φιλολογική γραμματεία μας με ένα πολύ καλό δείγμα αποδομιστικής, αλλά χρησιμότατης παρέμβασης».
Γιώργος Κεχαγιόγλου
Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.
*
«Ο Ιωάννου τη στιγμή αυτή είναι ένας από τους καλύτερους γνώστες του μιχαηλιδικού έργου. Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης του βιβλίου του, μελέτησε πράγματι σε βάθος την παράδοση, διερεύνησε και επισήμανε τα εκδοτικά προβλήματα του συγκεκριμένου έργου και με το εκδοτικό παράδειγμα της “9ης Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία”, ενός από τα εμβληματικά συνθέματα του κύπριου ποιητή, εν είδει προκρίματος και προτύπου μιας συγκεντρωτικής έκδοσης, κατέδειξε επιστημονικά ότι πράγματι είναι εφικτή πλέον και επιβεβλημένη όσο ποτέ άλλοτε. […]
Επιχειρήσαμε να δώσουμε πυκνά την εικόνα του βιβλίου, παρότι η πυκνότητα το αδικεί. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι το βιβλίο του Ιωάννου από την ημέρα της έκδοσής του και εφεξής σημαίνει και τον προορισμό του. Ανοίγει δρόμους, με άλλα λόγια, στη σοβαρή μελέτη και κυρίως στην εκδοτική δικαίωση του έργου του κύπριου εθνικού ποιητή. Συνιστά ευρύτερη εκδοτική πρόταση και για άλλα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας της Κύπρου, προ και κατά την αγγλοκρατία, και φυσικά μετά από αυτήν».
Θεοδόσης Πυλαρινός
Ομότιμος Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου
*
«Κλείνω το σύντομο αυτό σημείωμά μου με μία θέση του Αλεξανδρινού, ο οποίος έγραψε στο πεζό κείμενό του “Οι βυζαντινοί ποιηταί” τα εξής: […] “Ευμενής τις μοίρα επροίκισε την φυλήν μας διά του θείου δώρου της ποιήσεως. Η ευρεία και ανθοστεφής χώρα των στίχων είναι ως πατρίς του πνεύματός μας. Οφείλομεν οι Έλληνες να μελετώμεν την ποίησή μας επισταμένως – την ποίησιν πάσης εποχής του εθνικού μας βίου. Εν αυτή θα εύρωμεν την μεγαλοφυΐαν του γένους μας, και όλην την τρυφερότητα, και όλους τους τιμιωτέρους παλμούς της καρδίας του ελληνισμού”. Αυτά τα συστατικά – της ευφυΐας, της τρυφερότητας και ενός τίμιου ελληνικού παλμού της πνευματικής Κύπρου – μπόρεσα να εντοπίσω μέσα από την πρώτη επαφή μου με το βιβλίο: Η παράδοση και τα εκδοτικά προβλήματα του ποιητικού έργου του κύπριου ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη: το παράδειγμα της “9ης Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)”. Το δε γλωσσάρι μού ενθύμησε λέξεις μουσικές των προγόνων μου που έπαψαν πλέον να ηχούν. Πόσο μάλλον να διαβάζονται και να εννοούνται…»
Στέλλα Αλεξίου
Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
*
«Η εργασία του Ιωάννου, όπως γενικώς οι φιλολογικές εργασίες του, χαρακτηρίζεται από μεθοδικότητα, πρωτοτυπία σκέψης, αλλά και διεισδυτική ματιά, ώστε είδε προβλήματα εκεί που δεν τα εντόπισαν άλλοι, εξάντλησε τη βιβλιογραφία, αλλά και τις πηγές, ενέκυψε πάνω από τα εκδοτικά προβλήματα και έφερε στο φως άγνωστες λεπτομέρειες, ακόμα και ποιήματα αδημοσίευτα ή χαμένα, εντόπισε ανακολουθίες και μας παρουσιάζει με τον αρτιότερο ώς σήμερα τρόπο τη δουλειά του σημαντικού αυτού ποιητή της Κύπρου, αλλά και του Ελληνισμού. […]
Στους εμβληματικούς στίχους 180 (“Η ρωμιοσύνη εννά χαθεί…”) και 183 (“αμμά ’ξερε πως ίλαντρον…”) της “9ης Ιουλίου… ” το χειρόγραφο παραδίδει τη γραφή “όντες” (αντί του “όντας” που χρησιμοποιούσαμε ώς σήμερα), που είναι και πάλι χρονικός σύνδεσμος που σημαίνει “όταν”. […] Ο γλωσσικός αυτός τύπος χρησιμοποιείται ήδη από τον Μεσαίωνα, αλλά, π.χ., και από άλλους σημαντικούς διαλεκτικούς ποιητές, όπως λ.χ. τον Παύλο Λιασίδη.
Η εργασία αυτή με μεγάλη φιλολογική οξυδέρκεια λύνει εν τέλει πολλά από τα προβλήματα της εκδοτικής παράδοσης του μιχαηλιδικού έργου».
Γιώργος Β. Γεωργίου
Διδάκτωρ Γλωσσολογίας
*
«Η έκδοση αυτή αποτελεί βεβαίως πραγματικό άθλο, αλλά και την πιο ουσιαστική κατάθεση σπουδής και μνήμης για τον ποιητή […]. Ο συγγραφέας της δεν τοποθετεί απλώς έναν ακρογωνιαίο λίθο, αλλά χτίζει μια στέρεη και ολοκληρωμένη υποδομή και μια γερή βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί η πολυαναμενόμενη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου, δηλ. των “Ευρισκομένων”, του Β. Μιχαηλίδη, επιστημονική και εκσυγχρονισμένη. Ώς τότε, το βιβλίο θα συνιστά απόκτημα εκ των ών ουκ άνευ, όχι μόνο για κάθε επιστήμονα-μελετητή του μιχαηλιδικού έργου, αλλά και για κάθε κυπρολογική βιβλιοθήκη, όπως επίσης και για τη βασική βιβλιοθήκη κάθε Λεμεσιανού που ενδιαφέρεται για τις πνευματικές και ιδεολογικές αναζητήσεις της πόλης του, με τους πρωτοπόρους λογίους και διανοουμένους της από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. και την πρώτη περίοδο της Βρετανοκρατίας έως τα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και έως τις δεκαετίες του 1940 και 1950».
Νάτια Αναξαγόρου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας στη Θεωρία
της Τέχνης και Λογοτεχνίας / Μεσαιωνολογία