53,7 χλμ ΒΔ – Παναγιώτης Θεοδώρου

53,7 χλμ ΒΔ
∗∗∗∗∗

Συγγραφέας: Παναγιώτης Θεοδώρου
Εκδότης: Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου
Επιμελητής: Ανδρέας Πάμπουκκας
Σχέδιο εξωφύλλου: Ανδρέας Πάμπουκκας
ISBN: 978-9925-581-13-9
Μέγεθος: 17 Χ 24
Σελίδες: 48
Είδος εξωφύλλου: Μαλακό
Έτος έκδοσης: 2020
Κατηγορία/είδος: ποίηση
ΒΡΑΒΕΙΟ “ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ” ΑΠΟ ΤΟΝ Ε.Π.Ο.Κ. ΕΛΛΑΔΟΣ (2020)
Η ποιητική συλλογη «53,7 χλμ ΒΔ» του Παναγιώτη Θεοδώρου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου παγκύπρια σε όλα τα βιβλιοπωλεία. Για ηλεκτρονικές παραγγελίες:

Ο Παναγιώτης Θεοδώρου γεννήθηκε το 1986 στη Λάρνακα και από μικρός αγάπησε τα βιβλία και τις ταινίες. Απ’ όταν γνώρισε την ποίηση, δεν την αποχωρίστηκε ποτέ, και από νωρίς ξεκίνησε τις προσπάθειές του στην ποιητική γραφή. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και το 2009 επέστρεψε στην Κύπρο. Λίγο αργότερα δημιούργησε και το δικό του ιστολόγιο, όπου πρόβαλλε μεταξύ άλλων και ποιήματά του.
Η παρούσα έκδοση με τίτλο «53,7 χλμ ΒΔ» είναι μια συλλογή ποιημάτων και αποτελεί την πρώτη του εκδοτική απόπειρα. Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους και παγκόσμιους διαγωνισμούς.
Ελπίζει τα ποιήματά του να συντροφεύουν τους αναγνώστες στις δικές τους στιγμές.
Για επικοινωνία με τον συγγραφέα:
Παρουσίαση του βιβλίου
Παναγιώτης Θεοδώρου, 53,7 χλμ ΒΔ,
Λευκωσία, Ηλίας Επιφανίου, 2020
Στη βρύση
Σαν το νερό που κυλά είν΄ η ζωή.
Άλλος πίνει και ξεδιψά κι άλλος πνίγεται και το ξοδεύει.
Ήτανε μεγάλη τιμή όταν μου τηλεφώνησε ο φίλος Παναγιώτης και μου ζήτησε να παρουσιάσω το βιβλίο του. Του απάντησα με ένα εγκάρδιο ευχαριστώ αλλά του είπα «δε θα ήθελες να βρεις κάποιον πιο «έγκριτο» να παρουσιάσει το έργο σου;». Και μου απάντησε πως προτιμάει κάποιον που τον γνωρίζει καλά.
Η φιλία μας μετράει τώρα…. κοντά εικοσιπέντε χρόνια. Ήταν στην Δ΄ τάξη Δημοτικού όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι μας, πάντοτε με συνδετικό κρίκο τη δίδυμη αδελφή του Αγγέλα, και συνεχίστηκε καθ΄ όλη την πορεία του Γυμνασίου και του Λυκείου. Ο Παναγιώτης, αν και στον κλάδο των Οικονομικών, εντούτοις είχε ανέκαθεν μία ροπή προς τη λογοτεχνία και την ποίηση, τον χορό, τον πολιτισμό.
Και στην Αθήνα, νεαροί ενήλικες πια, μοιραστήκαμε πολλές σκέψεις για την ποίηση και τη μετρική, σ΄ εκείνο το διαμέρισμα στην οδό Κιμώλου, στην Κυψέλη, και στη βεράντα στο τέρμα της 34ου Συντάγματος στο Γουδί. Ποιητικές βραδιές, αυθόρμητες συνάξεις, που κατέληγαν πολύ αργά σε μεγάλες συζητήσεις περί των πάντων. Και με την επιστροφή μας στην Κύπρο, θερινά σινεμά, μέσω της Κινηματογραφικής Λέσχης Λάρνακας-Αμμοχώστου και όποια εκδήλωση μπορούσαμε να βρούμε, που μας κινούσε το ενδιαφέρον, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και αλλού.
Η αγάπη του για τη στιχουργική μετουσιώθηκε αρχικά σε πρώτες απόπειρες χειρόγραφων στίχων κι έπειτα με τη μορφή ενός ιστολογίου, στο οποίο έκανε τα πρώτα του δημόσια βήματα για την ποίηση. Θυμήθηκα, πως από τότε στην Κυψέλη μού είχε αναφέρει την επιθυμία του να εκδόσει τα δικά του ποιήματα και να, που το όνειρο έγινε σελίδες απτές και τα άγουρα εκείνα στιχάκια μεστωμένο ολοκληρωμένο έργο.
Επί του έργου τώρα. Ο τίτλος της συλλογής απηχεί βέβαια την προσωπική πορεία του δημιουργού, όταν η ζωή και ο γάμος του με τη Μαριάννα, τον οδήγησαν «53,7 χμλ ΒΔ» από τη γενέθλιο πόλη, μια διαδρομή που, για επαγγελματικούς λόγους, έκανε καθημερινά. Γνωρίζοντας τον είμαι σίγουρη πως ο αυτοκινητόδρομος υπήρξε μάλλον η «σκάφη», μέσα στην οποία πλάθονταν οι στιχουργικές αυτές απόπειρες.
Η ποιητική αυτή συλλογή που έχουμε στα χέρια μας αποτελείται από τριανταπέντε ποιήματα, σε ελεύθερο στίχο, συχνά με χαρακτήρα πεζολογικό. Μέσα στους στίχους ακούμε μεγάλους δασκάλους, αναγνωρίζοντας, ίσως, επιδράσεις στο έργο – προπάντων του Μόντη θα έλεγα – αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε πτυχές του εαυτού μας. Με την πρώτη ανάγνωση προσλαμβάνουμε μία αίσθηση μελαγχολίας που ενισχύεται από το εξομολογητικό ύφος του ποιητή. Καθώς, όμως, καταδυόμαστε στο έργο διαπιστώνουμε πως τα βασικά θέματα της συλλογής άπτονται υπαρξιακών ερωτημάτων που απασχολούν όλους μας, όπως η μοναξιά, ο θάνατος και η ζωή, η στάση του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στον πλούτο, στην πατρίδα, στον συνάνθρωπο, ενώ με σκέψεις για το μέλλον λαμβάνουμε κάποιες έμμεσες παραινέσεις.
Επαφίεται, λοιπόν, στον καθένα μας να τις ερμηνεύσει σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και βιώματα, αφού στην ποίηση η πρόσληψη των νοημάτων παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική. Αναμφισβήτητα οι ποιητές προτείνουν κάποιες κατευθύνσεις αλλά στην προκειμένη περίπτωση ο Παναγιώτης φαίνεται πως στόχο έχει να κινητοποιήσει τα συναισθήματα και τη φαντασία μας και πως επιθυμεί, αν το επιτύχει, κάποιοι από τους στίχους του «να μας συντροφεύουν στις δικές μας στιγμές».
Κυριότερο ωστόσο θέμα που κυριαρχεί σε όλη την ποιητική συλλογή είναι ο έρωτας. Με μιαν αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, χωρίς την άδεια του ποιητή θα έλεγα πως διακρίνονται τα θέματα του ανεκπλήρωτου έρωτα, η απώλεια του αγαπημένου προσώπου, ύμνος στον έρωτα και τη συντροφικότητα και ο έρωτας ως πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Στο σύνολό της η ποιητική αυτή συλλογή μάς δηλοί «Το προφανές», μας ωθεί σε μιαν ενδοσκόπηση προς αναζήτηση ευθυνών για τα συμβάντα της ζωής μας και μας οδηγεί προς την αυτογνωσία… Αισθάνομαι, προσωπικά, πως ο ποιητής με τις εναλλαγές προσώπων από το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου, στο «εσύ» του δέκτη μέχρι τη χρήση του πρώτου (α΄) πληθυντικού επιχειρεί μιαν απόπειρα διδακτισμού, χωρίς βέβαια κανένα ίχνος αυστηρού διδακτικού τόνου, αλλά προτείνοντας ένα modus vivendi με συμβουλές αναστοχασμού, πρώτα του παρελθόντος, έπειτα, διακόπτοντας το παρόν, και με προοπτική, πάντοτε, στο μέλλον, μέσα από τις προσωπικές επιλογές του καθενός και τις συνέπειες των επιλογών αυτών.
Στο ποίημα «Καθημερινότητα» λ.χ. το ποιητικό υποκείμενο διακόπτει την καθημερινή του ενασχόληση, για να αναστοχαστεί στιγμιαία την εθνική τραγωδία. Γρήγορα, όμως, ο αδυσώπητος χρόνος το αναγκάζει να συνεχίσει την καθημερινή απαράλλακτη τρεχάλα. Έτσι, στηλιτεύεται μ΄ αυτό τον τρόπο η αδιαφορία του και κατ΄ επέκταση ο αναγνώστης έμμεσα παροτρύνεται να κάνει μια παύση στη δική του «Καθημερινότητα» και να προβληματιστεί για τον ρόλο του απέναντι στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι, ή γνώναι, καλύτερα.
Σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής ο τίτλος έχει ρόλο λειτουργικό. Ξεχώρισα χαρακτηριστικά τα ποιήματα «Πτώση» και «Σχοινοβάτης», στα οποία ο τίτλος είτε προϊδεάζει για το περιεχόμενο είτε προοικονομεί το τέλος, όταν αυτό δεν πραγματώνεται λεκτικά. Ταυτόχρονα, ο ελεύθερος στίχος μεστός επαναλήψεων, δε γίνεται βαρύς, παραμένει ανάλαφρος και φυσικός οικοδομώντας τη δραματικότητα που συνήθως κορυφώνεται στην κατακλείδα του ποιήματος.
Έντονη είναι και η παρουσία της στίξης στα ποιήματα της συλλογής, με κυρίαρχο εργαλείο την ερώτηση, ακόμα και στον τίτλο «Και τώρα;». Ο αναγνώστης ακούσια υποβάλλει στον εαυτό του την ερώτηση και επιλέγει κατά πόσον θα αρθρώσει την απάντηση συνειδητά ή ασυνείδητα. Ενδεικτικά αναφέρω το ποίημα «Άραγε…», όπου το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται «Είν΄ οι φόβοι ή οι επιθυμίες που μας ορίζουν;»
Παραμένοντας λίγο ακόμα στην ανάδειξη του περιεχομένου μέσω της μορφής ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη μορφή του ποιήματος «Όναρ». Η ποιητική μορφή του σονέτου επιλέγεται από τον ποιητή για την ανάδειξη ενός Ύμνου στη Γυναίκα, που έρχεται να ολοκληρώσει την ευτυχία του συντρόφου της μέσα σε δύο τετράστιχες ακολουθούμενες από δύο τρίστιχες στροφές. Είναι και το μοναδικό ποίημα της συλλογής, στο οποίο συναντούμε ομοιοκαταληξία – πλεχτή –, η οποία σε συνδυασμό με το ιαμβικό μέτρο σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο, ένα μέτρο βαθιά ριζωμένο στο αίσθημα της λαϊκής ψυχής, επισφραγίζει την επιλογή αυτής της μορφής για το συγκεκριμένο θέμα, ενώ μας αφήνει μιαν αύρα…. σολωμική… του πλατωνικού έρωτα.
Παράλληλα, ένας ποιητής του 2020 αισθάνεται το χρέος ή καλύτερα από την εποχή μας απορρέει η ανάγκη του να δώσει μια θέση στη συλλογή του στους «Ήρωες» της πανδημίας και να καυτηριάσει ταυτόχρονα τη δική μας στάση, τον μικρόκοσμό μας, στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες που γνώρισε η οικουμένη στις «Μέρες Εγκλεισμού»….
Τέλος, διάχυτη είναι η ειρωνεία σε πολλά ποιήματα, που φθάνει μέχρι τα όρια του αυτοσαρκασμού, όπως στο ποίημα «Γνώθι σαυτόν», όπου το ποιητικό υποκείμενο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη δράση και στην αδράνεια, στη σκέψη και στην πράξη, στην αναβολή και στην αποδοχή….
Αλλού πάλι ο ποιητής πραγματεύεται τη θέσητης Ποιητικής δημιουργίας στη σύγχρονη – όπως και σε κάθε- εποχή και καταλήγει υπαινικτικά στην ερώτηση «Πού χρόνος για απαγγελίες με τέτοιον ήλιο, χαρά Θεού;»
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να σταθώ, με βάση όσα προειπώθηκαν, στο ποίημα «Ιστορία των Εθνών»:
Μας είπαν: “Χτίστε, χτίστε· να προστατέψουμε
τη χώρα μας και το έθνος μας!”
Κι εμείς χτίζαμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις.
Μας είπαν: “Πιο ψηλά, πιο ψηλά·
να μη μας φτάνει κανείς!”
Κι εμείς πασχίζαμε να φτάσουμε ως τον ουρανό.
Μας είπαν: “Πιο δυνατά, πιο δυνατά·
να μη μείνει κανείς!”
Κι εμείς χτυπούσαμε τα σφυριά μας αλύπητα.
Μόνο σαν τελειώσαμε
και κάτσαμε να ξαποστάσουμε,
να πάρουμε ανάσα,
είδαμε τα τείχη της φυλακής να ορθώνονται μπροστά μας
είδαμε τα συρματοπλέγματα να μας περικυκλώνουν,
είδαμε τα παιδιά μας να χτίζουν παραπέρα τη δική τους φυλακή.
Φίλε Παναγιώτη, για να αξιοποιήσω μια παρότρυνση από τον προσφιλή σε σένα δάσκαλο Καβάφη:
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
[…]
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
Καλοτάξιδο, λοιπόν, το βιβλίο σου και αναμένουμε την επόμενη ποιητική συλλογή…
Ζήνα Αλαμπρίτη
Απόψεις και κριτικές για το βιβλίο
Βιβλιοκριτική από τον Ανδρέα Κούνιο στην εφημερίδα “Αλήθεια”


Δείγμα γραφής και φωτογραφίες





Αριστείο – Βιβλίο της Χρονιάς από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδας (2021).